- εξελέγξιμος
- η , ο [ος , ον ] см. εξελεγκτέος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξελέγξιμος — η, ο [εξελέγχω] 1. αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί 2. αυτός στον οποίο πρέπει να ασκηθεί έλεγχος … Dictionary of Greek